Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης, δημοσιογράφος του «Protagon.gr» και του «info-war», μιλά για την κουλτούρα της οπλοκατοχής και της χρήσης όπλων στην Κρήτη, αναλύοντας την προέλευσή της, την επιμονή της παρά τις προσπάθειες «απο-όπλισης», και κυρίως, συνδέοντάς την με βαθύτερα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, πέρα από τη ρομαντικοποιημένη εικόνα της παράδοσης.
Καλεσμένος στο Θέμα Κρήτης 103.1 και στην εκπομπή «Πίσω Σελίδες» με τον Μάριο Διονέλλη, τονίζει ότι η οπλοκατοχή αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα που συχνά ρομαντικοποιείται ή αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα και αναφέρεται στην παράδοση των πυροβολισμών σε κηδείες, γάμους και άλλες εκδηλώσεις, επισημαίνοντας την ακαταλληλότητα αυτής της πρακτικής σε αστικά κέντρα.
Ο ίδιος ανατρέχει στο 1981, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εκφράσει ανησυχία για την εκτεταμένη οπλοφορία στην Κρήτη και είχε συστήσει μια επιτροπή αφοπλισμού. Ο πατέρας του κ. Ανδρουλιδάκη, ως άτομο σχετικό με τα όπλα, συμμετείχε σε αυτή την επιτροπή και περιόδευε στα χωριά, εξηγώντας γιατί οι κάτοικοι έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα τους.
Ωστόσο, όπως είπε, παρά τις λογικές αιτιολογήσεις –ότι ο στρατός είναι πλέον δημοκρατικός και ότι τα όπλα θα μοιράζονταν αν χρειαζόταν για λαϊκή άμυνα– οι ομιλίες κατέληγαν συχνά με το κοινό να πυροβολεί στον αέρα, επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο την “αποδοχή” των λεγομένων. Ο δημοσιογράφος υπογραμμίζει ότι αυτή η ιστορία, αν και γελοία, δεν είναι για γέλια και θεωρεί ότι η ρομαντικοποίηση της οπλοφορίας και η άρνηση να δούμε το πρόβλημα κατάματα, αποτελούν μέρος του προβλήματος.
Πίσω από αυτή τη συμπεριφορά, όπως εξηγεί, κρύβεται μια πολύ συγκεκριμένη οικονομία: αυτή των όπλων, των ναρκωτικών και των επιδοτήσεων που ενισχύουν ένα σύστημα εκμετάλλευσης. Αυτή η οικονομία, τονίζει, λειτουργεί με την ανοχή ή τη συνενοχή των μεγάλων πολιτικών και οικονομικών οικογενειών του νησιού.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης φέρνει ως παραδείγματα καθημερινά φαινόμενα βίας, όπως φονικά σε πανηγύρια ή την υπόθεση Γιακουμάκη, αλλά και την υπόθεση Κλυτάκη, όπου η σύζυγος σκοτώθηκε από τον πρώην αστυνομικό σύζυγό της και επιχειρήθηκε συγκάλυψη.
Τέλος καταλήγει λέγοντας ότι αυτά τα φαινόμενα δεν είναι γραφικά έθιμα, αλλά εκφράσεις μιας τοξικής κουλτούρας που έχει διαποτίσει την κοινωνία και ευνοεί μια “μαφία των μονοπωλίων” ενώ η λύση, κατά τον ίδιο, βρίσκεται στην παύση της πολιτικής και οικονομικής στήριξης της οπλοκατοχής και στην αλλαγή της νοοτροπίας που ρομαντικοποιεί τέτοιες επικίνδυνες πρακτικές.



