Ήδη, το πρόγραμμα για τους non-dom, δηλαδή εύπορους ιδιώτες, που επιλέγουν την Ελλάδα για την εγκατάσταση της φορολογικής τους έδρας, αποκτά σημαντική ώθηση. Σύμφωνα με την Astons, “για τους επαγγελματίες που ενδιαφέρονται να μετακινηθούν στην Ελλάδα, η πρώτη επιλογή είναι η Αθήνα, καθώς προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, όντας η πιο πλούσια περιοχή της χώρας, με σημαντική ιστορική κληρονομιά, που παντρεύει τον αρχαίο κόσμο με το σήμερα, αλλά και πολύ καλές αεροπορικές συνδέσεις”.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση το συγκεκριμένο πρόγραμμα, οι πολίτες non-dom, όσοι δηλαδή δεν μένουν μόνιμα στην χώρα μας, μπορούν ως φυσικά πρόσωπα, να μεταφέρουν την φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, υπό τον όρο της υλοποίησης κάποιας μορφής επένδυσης στην χώρα (π.χ. ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, εταιρικά μερίδια), με το ελάχιστο όριο αυτής να τίθεται στις 500.000 ευρώ. Ο όρος αυτός θα πρέπει να εκπληρωθεί εντός τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα. Όσοι επιλέγουν την Ελλάδα για την νέα τους φορολογική κατοικία, φορολογούνται για συνολική περίοδο 15 ετών, με ετήσιο ανώτατο φόρο 100.000 ευρώ, για το σύνολο των εισοδημάτων που αποκτούν στο εξωτερικό, ανεξαρτήτως αξίας. Γι’ αυτό, η συγκεκριμένη ρύθμιση κρίνεται ελκυστική κυρίως από πολυεκατομμυριούχους του εξωτερικού.
Μια ακόμα σημαντική ρύθμιση αφορά το πρόγραμμα για την προσέλκυση συνταξιούχων. Αυτή προβλέπει ότι όποιος πολίτης ξένης χώρας επιλέξει να μεταφέρει στην Ελλάδα την φορολογική του έδρα, θα πληρώνει φόρο εισοδήματος με πολύ χαμηλό συντελεστή 7% του ύψους της σύνταξης. Ο συντελεστής αυτός θα ισχύσει για 10 χρόνια. Εκτός από την ανάγκη ύπαρξης συμφωνίας αποφυγής διπλής φορολόγησης μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας όπου εκδίδεται και καταβάλλεται η σύνταξη, προϋπόθεση είναι ο συνταξιούχος να διαμένει στην Ελλάδα για τουλάχιστον 183 ημέρες τον χρόνο. Επίσης, πρέπει να μην ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, τα προηγούμενα πέντε από τα έξι τελευταία χρόνια, πριν την μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
